καλοβρασμένος

καλοβρασμένος
η , ο разварившийся, уварившийся

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καλοβρασμένος" в других словарях:

  • άπεφθος — η, ο (AM ἄπεφθος, ον) (για χρυσό ή ασήμι) αυτός που δεν έχει προσμίξεις, καθαρός, γνήσιος αρχ. καλοβρασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφέψω «βράζω καλά». Ο τ. άπεφθος αντί *άφεφθος με ανομοίωση] …   Dictionary of Greek

  • ανάβραστος — (I) η, ο, άβραστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + βραστός < βράζω]. (II) ἀνάβραστος, ον (Α) [ἀναβράσσω] βρασμένος, καλοβρασμένος …   Dictionary of Greek

  • δίεφθος — δίεφθος, ον (Α) [εφθός] καλοβρασμένος …   Dictionary of Greek

  • ευέψητος — εὐέψητος, ον (ΑΜ) καλοβρασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εψητός «βρασμένος»] …   Dictionary of Greek

  • κάθεφθος — και κάτεφθος, ον (Α) βρασμένος καλά, καλοβρασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑφθός (< ἕψω «βράζω»). Μαρτυρείται και ο τ. κάτ εφθος, που θα περίμενε κανείς, λόγω τού νόμου τής ανομοιώσεως τών δασέων] …   Dictionary of Greek

  • καθεψής — καθεψής, ές (Α) κάθεφθος*, καλοβρασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εψής (< ἕψω «βράζω»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. επίθ.] …   Dictionary of Greek

  • καλοβράζω — καλόβρασα, καλοβράστηκα, καλοβρασμένος, βράζω κάτι καλά: Ν αφήσεις να καλοβράσουν τα φασόλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»